- περίλευκος
- περίλευκοςedged with whitemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίλευκος — ον, Α 1. αυτός που είναι ολόγυρα λευκός, που έχει λευκό περιθώριο, ἡ αυτός που είναι εντελώς λευκός, πάλλευκος, κάτασπρος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ περίλευκος είδος αχάτη 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίλευκον ιμάτιο με λευκή παρυφή … Dictionary of Greek
περίλευκον — περίλευκος edged with white masc/fem acc sg περίλευκος edged with white neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλεύκοις — περίλευκος edged with white masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλεύκῳ — περίλευκος edged with white masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίλευκα — περίλευκος edged with white neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek
περιλεύκιος — ὁ, Α [περίλευκος] (ενν. λίθος) είδος πολύτιμου λίθου … Dictionary of Greek